επικωλυω

επικωλυω
    ἐπικωλύω
    ἐπι-κωλύω
    мешать, препятствовать
    

τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. — здешние (т.е. греческие) дела не послужат препятствием;

    ἐ. ἀλλήλους Xen. — мешать друг другу;
    τίς ἔσται μ΄ οὑπικωλύσων (= ὅ ἐπικωλύσων με) τάδε ; Soph. — кто помешает мне в этом?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επικωλυω" в других словарях:

  • επικωλύω — ἐπικωλύω (Α) [κωλύω] παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια …   Dictionary of Greek

  • ἐπικεκωλῦσθαι — ἐπικωλύω hinder perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωλύσει — ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder fut ind mid 2nd sg ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωλύῃ — ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres subj mp 2nd sg ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres ind mp 2nd sg ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκώλυον — ἐπεκώλῡον , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 3rd pl ἐπεκώλῡον , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • οὑπικωλύσων — ἐπικωλύ̱σων , ἐπικωλύω hinder fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκεκώλυντο — ἐπεκεκώλῡντο , ἐπικωλύω hinder plup ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκωλύοντο — ἐπεκωλύ̱οντο , ἐπικωλύω hinder imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκώλυε — ἐπεκώλῡε , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκώλυσα — ἐπεκώλῡσα , ἐπικωλύω hinder aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»